ψυχαναλυτικός

ψυχαναλυτικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχανάλυση: Στο εξωτερικό γίνονται πολλές ψυχαναλυτικές έρευνες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψυχαναλυτικός — ή, ό, Ν [ψυχαναλυτής] ο σχετικός με την ψυχανάλυση («ψυχαναλυτική μέθοδος»). επίρρ... ψυχαναλυτικώς και ψυχαναλυτικά Ν με ψυχανάλυση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”